- δαμασκηνουργός
- οο τεχνίτης που κάνει δαμασκηνώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < δαμασκηνός + -ουργος < έργον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαμασκηνουργία — η η δαμασκήνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαμασκηνουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Αθ. Σ. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
δαμασκηνουργείο — το [δαμασκηνουργός] εργαστήριο όπου γίνονται δαμασκηνώσεις … Dictionary of Greek